Οι μποξάδες ήτανε τρίχινα χοντρά τετράγωνου σχήματος υφάσματα, που ενώ ήτανε διαπερατά απο τα υγρά κατακρατούσαν τα στερεά μέρη της ζύμης.
Άπλωναν λοιπόν την ζύμη στους μποξάδες και τους δίπλωναν φάκελο.
Ο μποξάς γεμάτος πλέον και διπλωμένος τοποθετείτε στο πρέσσο, πάνω απο αυτόν άλλος και άλλος και έτσι δημιουργείται μιά στήλη απο μποξάδες, το στέμα. Ο αλετρουβάρης που είναι επιφορτισμένος με την δημιουργία του στέματος αλλα και της μετέπειτα διαδικασίας του σφιξίματος του πιεστηρίου είναι ο στέτης.
Αφού ολοκληρωθεί το στέμα αρχικά περιστρέφεται με το χέρι το αδράχτι και κατεβαίνει το πλακωτάρι σφίγγοντας το στέμμα.
Εν συνεχεία συνεχίζουν το σφίξιμο αλλα αυτή τη φορά με την βοήθεια του μποτζαργάτη.
Ο μποτζαργάτης είναι ένας όρθιο κυλινδρικό ξύλο, συνήθως κορμός απο κυπαρίσσι, που καθώς έχει την δυνατότητα να περιστρέφεται περι τον άξονά του τυλίγει ένα σκοινί. Η περιστροφή γινότανε με μία ή δύο μικρές ξύλινες μαϊνέλες που περνούσαν οι αλετρουβάρηδες κάθετα σε οπές που είχε ο μποτζεργάτης.
Το άλλο άκρο του σκοινιού είναι δεμένο στη μαϊνέλα, ένα οριζόντιο ξύλο προσαρμοσμένο στο αδράχτι.
Καθώς λοιπόν οι αλετρουβάρηδες έσπρωχναν τις μικρές μαϊνέλες ο μποτζαργάτης περιστρεφότανε τυλίγοντας το σκοινί ή καμιά φορά και αλυσίδα, αυτό έσερνε τη μαϊνέλα, περιστρεφότανε το αδράχτι και κατέβαινε το πλακωτάρι σφίγγοντας το στέμα.
Καθώς σφίγγεται το στέμα το ελαιόλαδο με το κατσίγαρο απο τους μποξάδες, σουρώνουν στην τζισβέρα.
Η τζισβέρα είναι η λαμαρίνα πάνω στην οποία έχει στηθεί το στέμα και έχει σαν σκοπό να μαζεύει το ελαιόλαδο με τον κατσίγαρο και να το οδηγεί μέσω μιάς εκχείλωσης που έχει, στη γούρνα.
Μετά το πρώτο σφίξιμο ακολουθούσε το θέρμισμα. Κατέβαζαν τους μποξάδες απο το στέμα τους άνοιγαν κι έριχναν ζεστό νερό με το κάρτο -για να βοηθήσουν τον διαχωρισμό του ελαιολάδου απο την πυρήνα-, τους έκλειναν και ξανάφτιαχναν το στέμα. Ακολουθούσε το δεύτερο και τελευταίο σφίξιμο. Στο τέλος του σφιξίματος θέρμιζαν, έριχναν λίγο ζεστό νερό, και στα πλαϊνά του στέματος για να ξεπλυθεί και να σουρώσει και το τελευταίο ελαιόλαδο.
Το ξεστό νερό γινότανε σε σίγλα που πάντα σιγόβραζε στη παρασιά. Το νερό το κουβαλούσαν οι αλετρουβάρηδες απο τα πηγάδια με σταμνιά και το αποθήκευαν σε πιθάρια.
Ξεμποξάδιασμα
Μετά το τέλος του σφιξίματος, απασφαλίζετε το μανταλο και ξεβιδώνοντας το αδράχτι ελευθερώνονται οι μποξάδες.
Οι αλετρουβάρηδες ξετίναζαν τους μποξάδες για να φύγει απο μέσα η πυρήνα, τους ξεμποξάδιαζαν δηλαδή.
Τη πυρήνα την πουλούσαν στα εργοστάσια για περαιτέρω επεξεργασία, βγάζοντας το πυρηνέλαιο ή την χρησιμοποιούσαν σαν καύσιμη ύλη για θέρμανση.