Η μετακίνηση αυτή γινόταν απόλυτα οργανωμένα, κατα ομάδες ή όπως τα λέγανε "τακίμια" (απο την τούρκικη λέξη τακίμι=σπείρα).
Το τακίμι ήταν εξαμελής ομάδα και το αποτελούσαν:
- Ο "Mαστορας" με τους "Πουργούς" του δηλαδή
- τον Σοτομάστορα,
- τον Τροχάρη που έκανε και τον καμινάρη,
- το Ξυλά,
- τον Χωματά και
- τον Κουβαλητή.
Ο Μάστορας
Ηταν πολύ καλός αγγειοπλάστης και ειδικά στην κατασκευή των πιθαριών και των άλλων μεγάλων αγγείων.
Ηταν επιφορτισμένος με την βολιδοσκόπηση και κλείσιμο της περιοχής που θα γινόταν η βεντέμα, διαδικασία που γινόταν πολύ ενωρίτερα, τον Δεκέμβρη - Γενάρη.
Τα στοιχεία που αξιολογούσε ο μάστορας προκειμένου να επιλέξει την περιοχή που θα γινόταν η βεντέμα, ήταν η σοδειά που είχε σε λάδι η περιοχή την χρονιά εκείνη, αν είχε βεντέμα όπως λέμε, άρα και απαίτηση για αποθηκευτικά μέσα, καθώς επίσης και η ύπαρξη πρόσφορου σημείου για την δημιουργία του καμινιού που έπρεπε να διαθέτει σε κοντινή απόσταση κατάλληλο χώμα, νερό, και ξύλα για το καμίνιασμα.
Αφού λοιπόν επέλεγε την περιοχή έκανε την συμφωνία με τον ιδιοκτήτη της γής που θα γινόταν το καμίνι ή εάν υπήρχε καμίνι απο παλαιότερη βεντέμα το "έκλεινε". Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά την αναχώρηση του τακιμιού απο την περιοχή που γινόταν η βεντέμα, το καμίνι περιερχόταν στον ιδιοκτήτη της γής που είχε κτιστεί. Εφτιανε το τακίμι, οργάνωνε τις λεπτομέρειες της βεντέμας και γενικότερα ο μάστοράς "χρεωνόταν" την επιτυχία αλλα και τυχόν αποτυχία της βεντέμας.
Ο Σοτομάστορας
(απο το βενετσιάνικο soto=υπό) ήταν αγγειοπλάστης και κατασκεύαζε μικρότερα αγγεία (λαϊνες, σταμνιά, κουρούπια κλπ) στον ποδοτροχό που βρισκόταν στην "απλωταρέα", το πρόχειρα στεγασμένα εργαστήριο, κοντά στο ανοιχτό εργαστήριο που ο μάστορας έφτιαχνε στα τροχιά τα πιθάρια.
Γενικά αποτελούσε τον βοηθό του μάστορα σε ότι είχε να κάνει με την κατασκευή των μεγάλων αγγείων.
Οταν ο μάστορας τέλειωνε την στομωσά του ενός πιθαριού ο σοτομάστορας του έδινε αμέσως πηλό έτοιμο για να τον τοποθετήσει και να σηκώσει την στομωσά στο επόμενο πιθάρι.
Στο τέλος της κατασκευής των πιθαριών βοηθούσε το μάστορα στην διακόσμηση "ξόμπλια" και το κόλλημα των "αυθιών".
Μετά απο κάθε βοήθεια που προσέφερε, επέστρεφε στον ποδοτροχό και συνέχιζε την κατασκευή των δικών του μικρότερων αγγείων.
Ο Τροχάρης
που έκανε και τον Kαμινάρη, γύριζε το χειροκίνητο τροχί κάτω απο τις οδηγίες του μάστορα. Η σπουδαιότερη όμως δουλειά του ήταν το ψήσιμο των αγγείων. Το καμίνιασμα.
Επρεπε να είναι πολύ έμπειρος γιατί απο αυτόν εξαρτιόταν το αποτέλεσμα της προσπάθειας του τακιμιού. Εστω και μία αποτυχημένη καμινιά σήμαινε αρκετές μέρες χαμένης δουλειάς. Οι παράγοντες που έπρεπε να λάβει υπόψη του για το καμίνιασμα ήταν οι καιρικές συνθήκες, το μέγεθος που είχαν τα "χρειασιδια", η ποιότητα των ξύλων που θα χρησιμοποιούσε, το ζέσταμα του καμινιού κλπ
Ο Χωματάς
έπρεπε να αναγνωρίζει το κατάλληλο χώμα για τα αγγεία και είχε την ευθύνη να παραδίδει συνεχώς έτοιμο χώμα για "μάλαγμα" και δημιουργία πηλού. Αφού έσκαβε λοιπόν το χώμα με τη σκαλίδα, το "κοπάνιζε" με το κόπανο για να σπάσουν οι βώλοι και αφού το κοσκίνιζε στην κοσκίνα ήταν πλέον έτοιμο. Αν σκεφτούμε ότι το κάθε πιθάρι απαιτούσε περίπου ένα τσουβάλι πιθαρόχωμα για την κατασκευή του, ο χωματάς έπρεπε να παραδίνει 10 τσουβάλια χώμα την ημέρα. Να σημειώσουμε ότι η ημερήσια παραγωγή ενός τακιμιού ήταν απο 10 έως 14 πιθάρια.
Ο Ξυλάς
ήταν υπεύθυνος για το μάζεμα των απαραίτητων ξύλων που χρησιμοποιούσαν σαν καύσιμη ύλη στο καμίνιασμα. Συχνά αναγκαζόταν να διανύει μεγάλες αποστάσεις για να βρίσκει τα απαραίτητα ξύλα και τα κουβαλούσε με τα γαϊδούρια. Κάθε καμίνιασμα απαιτούσε κοντα χίλιες οκάδες ξύλα.
Ο Κουβαλητής
που ήταν συνήθως και ο νεαρότερος στην ηλικία, εκανε τη πιό άχαρη αλλα παράλληλα και σκληρή δουλειά βοηθώντας τους πάντες. Εκανε όλες τις βοηθητικές δουλειές, τα θελήματα των μαστόρων, βοηθούσε το χωματά και τον ξυλά στις στραθιές με τους γαϊδάρους, ενώ παράλληλα είχε και την φροντίδα των ζωντανών.
Ο κάθε ένας απο το τακίμι διέθετε και απο ένα ζωντανό, συνήθως γαϊδούρι για τις απαιτήσεις της βεντέμας.
Ακόμα θυμούνται οι ντόπιοι τα ζωντανά των βεντεμάρων που ήταν μεγάλα και δυνατά, για να αντέχουν στις δυσκολίες και κακουχίες της βεντέμας, αλλα και τη μεγάλη σημασία που έδιναν στην φροντίδα τους.
Πάνω σ΄αυτά φόρτωναν τα "μπράτη" τα εργαλεία που ήταν απαραίτητα, δηλαδή το τροχό, τα τροχιά, το κόπανο, τις σκαλίδες, τις παλάμες κλπ. Φόρτωναν επίσης τα σκεύη για το μαγείρεμα και μερικά τρόφιμα για το ταξίδι (βεντεμοκουλούρες, τυρί, ελιές, κρασί κλπ).
Μετα το ταξίδι και την εγκατάσταση στην περιοχή της βεντέμας, τα ζωντανά, αποτελούσαν απαραίτητα "εργαλεία" για την δουλειά.
Τα χρησιμοποιούσαν για την μεταφορά του χώματος, των ξύλων, και για να κάνουν τις στραθιές με τα έτοιμα προς πώληση αγγεία στα διπλανά χωριά.
Η διαδικασία πώλησης για τα πιθάρια και τα άλλα χρειασίδια ήτανε πολύ δύσκολη και επίπονη.
Αρχικά τα φόρτωναν στο σωμάρι του γαϊδάρου που το είχανε στο έδαφος και έδεναν πάνω τα πιθάρια ή και τα άλλα χρειασίδια, ενώ για να μην χτυπήσουν μεταξύ τους και σπάσουν έβαζαν θύμους, αγγουδούρους και άλλα κλαδιά για προστασία.
Εν συνεχεία όπως ήτανε το σωμάρι φορτωμένο το πιάνανε δυό-τρείς μαζί και τα βάζανε πάνω στο υποζύγι και μετά έδεναν τους καπλοδέτες.
Η στραθειά ήταν έτοιμη αλλα μόλις είχε αρχίσει η περιπέτεια της "πούλησης".
Δεκάδες είναι οι ιστορίες γύρω απο τις στραθιές και τις δυσκολίες των, καθώς έπρεπε να διαχίζουν μεγάλες αποστάσεις με τα ζώα φορτωμένα, να περνούν μέσα απο τα στενά σοκάκια των χωριών με κίνδυνο να σπάσουνε τα πιθάρια απο τους τοίχους, θυμηθήτε ότι "Όλοι, φοβούνται το Θεό και οι Θραψανιώτες τον τοίχο", να ξεφορτώνουν κάθε φορά τα ζώα για να διαλέξουν οι πελάτες και να φορτώνουν ξανά ότι δεν πουλήθηκε για άλλους προορισμούς.
Μετά το τέλος της βεντέμας ο μάστορας αφού υπολόγιζε τα κέρδη, τα μοίραζε στους βεντεμάρους χωρίζοντας τα σε έξι πάρτες σύμφωνα με τους άγραφους αλλα αποδεκτούς απο όλους νόμους της βεντέμας. Ο Μάστορας και ο Τροχάρης με χρέη και Καμινάρη έπαιρναν από μια και ένα τέταρτο της πάρτης, ο Σοτομάστορας, ο Χωματάς και ο Ξυλάς από μια πάρτη και ο Κουβαλητής το μισό της πάρτης.
Το φλάσκί του Κ. Σκλιβάκη ανήκει στην ιδ. συλλογή του Νικ. Γ. Ανδρουλάκη.
Το φλάσκί του Γ. Ι. Πλουμάκη ανήκει στην ιδ. συλλογή του Γεωργίου Ι. Πλουμάκη.