
Στο αξόνι κάθετα υπήρχε ένα ξύλο, ο ζυγός, όπου "ζεύνανε" το ζωντανό που οδηγούσε ο βορδονάρης (ο αλετρουβάρης για αυτή την δουλειά) και καθώς γύριζε γύρω απο την στρώση, περιέστρεφε τις "πέτρες", άλεθε τις ελιές και δημιουργούσε τη ζύμη (πολτοποιημένες ελιές).
Απο το κέντρο της κάθε μυλόπετρας περνούσε άξονας που το ένα άκρο του συνδεότανε με το αξόνι, ενώ το άλλο που εξείχε λίγο απο την έξω μεριά της πέτρας, συνδεόταν με τις άλλες πέτρες και έτσι διατηρούσαν σταθερή απόσταση μεταξύ τους.
Οι πέτρες ήτανε -τουλάχιστον στις τελευταίες φάμπρικες- τέσσερις, με διαφορετικό μέγεθος η καθεμία, ενώ απείχαν διαφορετική απόσταση απο το αξόνι, για να σαρώνουν όλη τη στρώση.
Επειδή ορισμένες ελιές έφευγαν προς το εξωτερικό λούκι της στρώσης χωρίς να έχουν αλεστεί καλά, ο βορδονάρης κρατούσε μιά τάβλα την, παλάμη, και έσπρωχνε τις ελιές πίσω στο εσωτερικό μέρος της στρώσης για να ξανααλεστούν απο τις πέτρες ενώ παράλληλα οδηγούσε τη έτοιμη ζύμη στο ντοχειό, μιά πέτρινη γούρνα ή φρασκί που βρισκότανε στην εσοχή της στρώσης όπου κατέληγε το λούκι που βρισκότανε στην εξωτερική περιφέρεια της στρώσης.