Term | Main definition |
---|---|
χιαρχιντίζω |
κάνω σαν τρελός
|
χιράμα |
χιτώνας
|
χλετζά |
ζαβολιά
|
χόντρος |
πλιγούρι
|
χούι |
συνήθεια
|
χουμά κουτάλι | άνω-κάτω, λέμε: τα έκανε "χουμά κουτάλι" |
χούμελη |
πολύ γλυκό π.χ. ο καφές είναι χούμελη
|
χούρδος |
ακατάστατος
|
χοχλιδολόγος | αυτός που μαζεύει τους χοχλιούς (σαλιγκάρια) |
χοχλιός |
σαλιγκάρι
|
χωρατάς |
αστείο
|
ψακί | δηλητήριο, πικρό, λέμε "τονε ψάκωσε, τούδωκε ψακί και ψόφησε" αλλα και "το αγγούρι ήτανε ψακί" |
ψακώνω |
δηλητηριάζω
|
ψίκι | ακολουθία, πομπή που ακολουθεί τα προικιά του γάμου |
ψιχαλίδα |
ψιλή βροχή
|
ψυχανεμίζομαι |
προαισθάνομαι
|
ψωματάρης |
ψεύτης
|
ψωμομαντίλα |
πετσέτα με την οποία σκεπάζουν το ζυμωμένο ψωμί μέχρι το φούρνισμα
|
ώπα | σταμάτα, αλλα και επιφώνημα συνοδευτικό κινήσεων στο χορό |