Term | Main definition |
---|---|
ογλήγορα |
γρήγορα
|
ογρός |
βρεγμένος
|
οζά |
ζώα
|
οθε γκάτω |
προς τα κάτω
|
οθέ γκειέ |
προς τα εκεί
|
οθέ μπαέ |
προς τα εδώ
|
ομπρεί | βρέχεται εξωτερικά, ιδρώνει, λέμε το καλό σταμνί ομπρεί δηλαδή ιδρώνει απο το νερό που έχει μέσα. |
οντάς |
ο όροφος στα παλιά σπίτια φτιαγμένος απο ξύλα
|
οπεργιοπέρυσις |
πρόπερσι
|
ορτάκης | σύζυγος, σύντροφος, συνέταιρος. |
οφέτος |
φέτος
|
οψάργας |
εχθές το βράδυ
|
οψές |
εχθές
|
οψυγιάς |
το μέρος που ξεραίνουμε την σταφίδα
|