Term | Main definition |
---|---|
δέσπολα |
μούσμουλα
|
δέτης |
γκρεμός
|
διακονιάρης |
ζητιάνος
|
διαρμίζομαι |
τακτοποιώ
|
δικολογιά |
συγγενής
|
δίμουρος |
διπρόσωπος
|
διφορίζω |
κάνω καρπό δυό φορές το χρόνο
|
δραγάτης |
αγροφύλακας
|
δρόσος | δροσερό |
δώμα |
στέγη
|