Term | Main definition |
---|---|
σ'έργου του Θεού | όπως πρέπει, σωστά, όμορφα, λέμε: "κάτσε σ'έργου του Θεού" |
σάζω |
φτιάχνω
|
σάικα |
σίγουρα
|
σάκασμα |
τάισμα χοχλιών με αλεύρι ή/και μακαρόνια για να "καθαρίσουν" από τα χόρτα
|
σακιές | μηχανισμός άντλησης νερού απο το πηγάδι |
σάντολος |
νονός
|
σαρνίτσι |
πηγάδι με βρόχινο νερό
|
σβολώθηκε |
χτύπησε
|
σεϊρι |
χάζι
|
σελωμένο |
λυγισμένο
|
σερσέμης |
αυτός που πάει να σε ρίξει
|
σιάρω |
παίρνω
|
σιργουλεύγω |
προσπαθώ να πείσω με την κουβέντα
|
σκιά |
συκιά
|
σκιάς |
τουλάχιστον
|
σκλινσκλιντράκι |
πεντόβολο
|
σκλισκλιντράκι | (ή και κισκιντάκι) πεντόβολα |
σκλόπα |
κουκουβάγια
|
σκόλη |
αργία
|
σογκαιρίτες |
ίδιας ηλικίας
|
σουμάδα |
σπιτικό αναψυκτικό με αμύγδαλα
|
σοφάς |
υπερυψωμένη ξύλινη κατασκευή μέσα στο πόρτεγο συνήθως
|
σπολάτι |
εις πολλά έτη π.χ. σπολάτι σου ντελικανή
|
στούπα | νιφάδες χιονιού, λέμε "στουπίζει" όταν χιονίζει, αλλα και "έγινε στούπα τσι μεθιάς" μέθυσε δηλαδή πολύ |
συβάζομαι |
συμβιβάζομαι
|
σύντεκνος |
κουμπάρος απο βάπτιση
|
σύρμα |
συρτάρι
|
Συρμαγιά | αρχικό κεφάλαιο για μιά δουλειά |
συστηλωσά |
εμφάνιση
|
σφακί |
πικρό
|