Top Bg Element
Top Sm Bg Element

Θραψανιώτικο γλωσσάρι

There are 68 entries in this glossary.
Search for glossary terms (regular expression allowed)
Term Main definition
μαγάρι
μακάρι
μαγαρίζω
λερώνω
μαγεργιά
τσικάλι με φαγητό
μαγλινό
λείο
μαϊμούνι
μαϊμού
μαλιχουλές
φασαρία
μανίζω
θυμώνω
μανίκα
μανίκι
μανουσάκι
το λουλούδι νάρκισσος
μαντάτο
είδηση
μαξούλι
σοδειά
μαργώνω
παγώνω
μαρέντα
το κολατσιό πρίν το μεσημεριανό φαγητό
μαρουβάς
παλιό κρασί
μάσκουλα
μεντεσέδες
μαστραχωνιάζω
στριμώχνω
ματζαντούρα
ταίστρα για τα ζώα
ματζέτα
πρωτόγεννη αγελάδα
μάχιαλά
μπράβο (ειρωνικά)
μελητακιά
μυρμηγκοφωλιά
μελίτακας
μυρμήγκι
μεσοδόκι
χοντρός κορμός που στήριζει τον οντά
μιαολιά
λίγο
μιγόμι
το μισό του γομαριού (γομάρι είναι το φόρτωμα και απο τις δυό πλευρές του ζώου)
μίσεψε
έφυγε
μίστατο
πήλινο αγγείο που χρησιμοποιείται σαν μονάδα μέτρησης για λάδι ή κρασί(βάνει περίπου πέντε οκάδες)
μολάρω
αφήνω
μοσκιό
παιδάκι
μουζούρι
μονάδα βάρους
μουζώνω
μουτζουρώνω
Bottom Bg Element
Bottom Sm Bg Element