| Λήμμα | Ερμήνευμα |
|---|---|
| ψακί | δηλητήριο, πικρό, λέμε "τονε ψάκωσε, τούδωκε ψακί και ψόφησε" αλλα και "το αγγούρι ήτανε ψακί" |
| ψακώνω |
δηλητηριάζω
|
| ψίκι | ακολουθία, πομπή που ακολουθεί τα προικιά του γάμου |
| ψιχαλίδα |
ψιλή βροχή
|
| ψυχανεμίζομαι |
προαισθάνομαι
|
| ψωματάρης |
ψεύτης
|
| ψωμομαντίλα |
πετσέτα με την οποία σκεπάζουν το ζυμωμένο ψωμί μέχρι το φούρνισμα
|