Term | Main definition |
---|---|
πουσουνίζω |
ψωνίζω
|
πριχού |
πρίν
|
προσάφορμος | ευμετάβλητος, ψάχνει για αφορμή |
πυρόβολος |
αναπτήρας
|
πυρώνω |
ζεσταίνω
|
ραέτι | κέρασμα, φιλοδώρημα |
ρεγάλο |
δώρο
|
ρέγομαι | μου αρέσει, λέμε "ήντα του ρέχτηκε και τονε πήρε" |
ριφάκι | κατσικάκι, λέμε "η αίγα ήκαμε δυό ριφάκια" |
ρίφι | νεαρή αίγα, κατσίκι |
ρούλιος | αυτός που λέει ανοησίες (ρουλιές) |
σ'έργου του Θεού | όπως πρέπει, σωστά, όμορφα, λέμε: "κάτσε σ'έργου του Θεού" |
σάζω |
φτιάχνω
|
σάικα |
σίγουρα
|
σάκασμα |
τάισμα χοχλιών με αλεύρι ή/και μακαρόνια για να "καθαρίσουν" από τα χόρτα
|
σακιές | μηχανισμός άντλησης νερού απο το πηγάδι |
σάντολος |
νονός
|
σαρνίτσι |
πηγάδι με βρόχινο νερό
|
σβολώθηκε |
χτύπησε
|
σεϊρι |
χάζι
|
σελωμένο |
λυγισμένο
|
σερσέμης |
αυτός που πάει να σε ρίξει
|
σιάρω |
παίρνω
|
σιργουλεύγω |
προσπαθώ να πείσω με την κουβέντα
|
σκιά |
συκιά
|
σκιάς |
τουλάχιστον
|
σκλινσκλιντράκι |
πεντόβολο
|
σκλισκλιντράκι | (ή και κισκιντάκι) πεντόβολα |
σκλόπα |
κουκουβάγια
|
σκόλη |
αργία
|