Term | Main definition |
---|---|
βαβαλίζω |
περιποιούμαι ιδιαιτέρως
|
βάγγα |
χαντάκι
|
βαρεμένη |
η έγκυος
|
βαρεσάρης |
τεμπέλης
|
βαρίχνω |
χτυπάω κάπου πάνω μου
|
βαταλαλώ |
θορυβώ αλλα με χαμηλό τόνο
|
βατσιπέτι |
ταράτσα
|
βεγγέρα |
βραδινή συντροφιά
|
βεντέμα |
πλούσια εσοδεία ειδικά για ελιές
|
βίτσα |
ευλύγιστη βέργα
|
βιτσάτος |
λεπτός
|
βολά |
η φορά
|
βούγια |
βόδια
|
βούι |
βόδι
|
βουρβούλες |
μύξες
|
βουργιάλι |
βούργια
|
βουρλιά | Χοντρό σκοινί, επίσης ονομάζεται έτσι και η διελκυστίνδα το παιχνίδι που παίζαμε κυρίως στις σχολικές επιδείξεις στο τέλος της σχολικής χρονιάς. |
βρακαέρας |
αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα
|
βρούχος |
θόρυβος
|