Top Bg Element
Top Sm Bg Element

αγκίνιο

Search for glossary terms (regular expression allowed)
Term Main definition
αγκίνιο

καινούργιο, αφόρετο. Λέμε "Τα παπούτσα που έβαλα ήταν αγκίνια", επίσης "Την πρωτοχρονιά θα γκινιάσω τα παπούτσα μου"

αφόρετο

Bottom Bg Element
Bottom Sm Bg Element