Top Bg Element
Top Sm Bg Element

ψακί

Search for glossary terms (regular expression allowed)
Term Main definition
ψακί

δηλητήριο, πικρό, λέμε "τονε ψάκωσε, τούδωκε ψακί και ψόφησε" αλλα και "το αγγούρι ήτανε ψακί"

Bottom Bg Element
Bottom Sm Bg Element