Τα σπίτια παλιά χτιζότανε ψηλά και περίπου στην μέση των τοίχων δημιουργούσαν πάτωμα, το λεγόμενο ονταλίδικο, με μεγάλους κορμούς και εν συνεχεία σταυρωτά σανίδια.
Ο όροφος που σχηματιζότανε, στα σπίτια που διέθεταν σάλα, χωριζότανε στη μέση με τοίχο και το ένα δωμάτιο - ο οντάς - είχε πρόσβαση απο το εσωτερικό του σπιτιού με ξύλινη σκάλα, ενώ το άλλο δωμάτιο - η σάλα - είχε πρόσβαση με εξωτερική πέτρινη σκάλα.
Η σάλα επικοινωνούσε με τον οντά με μεσόπορτα.
Συνήθως στον οντά κοιμότανε το ανδρόγυνο του σπιτιού.
Σε πολλές περιπτώσεις με κάποιο χώρισμα του οντά κοιμότανε και τα παιδιά ενώ το πιό σύνηθες ήτανε τα παιδιά να κοιμούντε στο πόρτεγο ή τον σοφά (βλέπε παρακάτω). Στην σκάλα πρόσβασης του οντά καθώς και γύρω απο το άνοιγμα που δημιουργούσε η σκάλα στον οντά, υπήρχαν προστατευτικά ξύλα, τα λεγόμενα παρμακλείκια.
Το παράθυρο του οντά ήτανε η λοτζέτα, που έβλεπε στο δρόμο ή επέτρεπε την πρόσβαση στο δώμα. Το παράθυρο ή η πόρτα αυτή ασφάλιζε το ένα φύλλο με το κόντε μιρί και το άλλο με μάνταλο.
Το κρεβάτι του ζευγαριού ήτανε σιδερένιο και σπανιότερα ξύλινο, με στρώμα παραγεμισμένο με ξερόχορτα - συνήθως ανεβρίδες - ενώ τα μαξιλάρια τα γεμίζανε με ένα πιό μαλακό ξερόχορτο, το πλουμί. Πολλά κρεβάτια αποτελούνταν απο δύο τρίποδα πάνω στα οποία έβαζαν τάβλες ενώ υπάρχουν ακόμα και κρεβάτια χτιστά με πέτρες. Για χώρο φύλαξης των ρούχων χρησιμοποιούσαν κασέλες, πιθάρια ή σπανιότερα ξύλινες ντο(υ)λάπες.