Μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά ο Ακουμιανάκης και ο Αθανασάκης ειδοποίησαν τους δύο Βρετανούς με παρατεταμένο παιχνίδισμα του φακού τους ότι το αυτοκίνητο του Κράιπε πλησίαζε. Ο Φέρμορ με τον Μος, φορώντας στολές δεκανέα της γερμανικής Στρατιωτικής Αστυνομίας, στάθηκαν στη μέση του δρόμου, υψώνοντας ένα σήμα STOP και ανάβοντας ένα κόκκινο φανάρι, ώστε να υπονοηθεί ότι επρόκειτο για συνηθισμένο έλεγχο ασφαλείας. Πράγματι το αυτοκίνητο ελάττωσε ταχύτητα και σταμάτησε μπροστά από τον ‘έλεγχο’. Ο Φέρμορ ζήτησε σε άψογα γερμανικά την ταυτότητα του στρατηγού και την άδεια κυκλοφορίας. Και πριν καλά καλά προλάβει ο Κράιπε να ξεκουμπώσει την τσέπη του για να επιδείξει το ντοκουμέντο που του ζητήθηκε, διαμαρτυρόμενος που ο δεκανέας δεν γνώριζε τον διοικητή του, ο Φέρμορ κόλλησε το πιστόλι του στο στήθος του Γερμανού, ανακοινώνοντάς του ταυτόχρονα ότι από εκείνη την στιγμή ήταν αιχμάλωτος των Βρετανών. Μέσα σε δευτερόλεπτα άνοιξε βίαια την πόρτα και τον τράβηξε έξω, ρίχνοντάς τον στο έδαφος. Ο οδηγός του προσπάθησε ν’ αντιδράσει, αλλά ο Μος, που δεν έπαψε λεπτό να προσέχει τις κινήσεις του, τον χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο μ’ ένα ειδικό κλομπ από σκληρό καουτσούκ. Έφτασε και ο Τυράκης, ο οποίος τον χτύπησε για δεύτερη φορά στο κεφάλι. Κατόπιν τον τράβηξε κι αυτόν έξω από το αυτοκίνητο και τον έριξε κάτω. Με την βοήθεια του Χναράκη του πέρασαν χειροπέδες κι έβαλαν τον Ζωγραφιστό να τον επιτηρεί. Ο στρατηγός ακόμη αντιστεκόταν επίμονα, αλλά κατέφτασε ο χωροφύλακας Πατεράκης και τον χτύπησε δυνατά με το γόνατο στην μέση. Πιέζοντάς τον στην πλάτη κατάφερε να του περάσει χειροπέδες, αλλά ο στρατηγός ακόμη δεν εννοούσε να ηρεμήσει, τιναζόταν πεισματικά δεξιά αριστερά. Χρειάστηκε κυριολεκτικά να τον φασκιώσουν με σκοινί για να καταφέρουν να τον κάνουν να ησυχάσει. Στη συνέχεια τον έβαλαν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, χαμηλά πίσω από το κάθισμα για να μην φαίνεται.
Στο μεταξύ ο οδηγός, που είχε συνέρθει από τα χτυπήματα, προσπαθούσε να τραβήξει από το πλάι το υπηρεσιακό του περίστροφο. Ο Μος τον είδε έγκαιρα και τον αναισθητοποίησε χτυπώντας τον ξανά στο κεφάλι. Τον έσυρε λιπόθυμο στο χαντάκι στο πλάι του δρόμου, απ’ όπου θα τον παραλάμβαναν οι πατριώτες και θα τον έπαιρναν μαζί τους. Μετά πήρε θέση στο τιμόνι του Opel, κάθισε και ο Φέρμορ στην θέση του συνοδηγού, ο Πατεράκης, ο Τυράκης και ο Σαβιολάκης πίσω και ξεκίνησαν όλοι μαζί παίρνοντας τον δρόμο για την Κνωσσό. Οι υπόλοιποι, με τον οδηγό του Κράιπε ως όμηρο, πήραν τον δρόμο για τα Ανώγεια, εκτός από τον Ζωγραφιστό που επέστρεψε σπίτι του και τον Ακουμιανάκη με τον Αθανασάκη, οι οποίοι πήγαν στο Ηράκλειο για να διαδώσουν παραπλανητικές πληροφορίες σχετικά με το συμβάν, ώστε να κερδίσουν οι απαγωγείς χρόνο. Επίσης, επειδή φοβούνταν για τυχόν αντίποινα των Γερμανών σε βάρος ντόπιων κατοίκων, φρόντισαν οι ειδήσεις που θα διέδιναν να μην εμπλέκουν τους Κρήτες, αλλά μόνο ξενόφερτες βρετανικές ομάδες κομάντος.
Το αυτοκίνητο με τον στρατηγό σχεδόν αμέσως μόλις απομακρύνθηκε προσπέρασε τρία άλλα αυτοκίνητα του εχθρού, χωρίς ευτυχώς να γίνει αντιληπτό το παραμικρό. Στη συνέχεια έπεσε σε μπλόκο των Γερμανών, τον οποίο επίσης αντιπαρήλθε επιτυχώς. Μειώνοντας την ταχύτητά του ο Μος, επέτρεψε στους ελεγκτές να παρατηρήσουν την σημαία του στρατηγού στα μπροστινά φτερά, οπότε χαιρέτησαν και άφησαν να περάσει. Αργότερα, περνώντας έξω από την βίλα του Κράιπε, ο Μος κόρναρε ώστε να καταλάβουν οι σκοποί ότι δεν θα έμπαιναν μέσα, αλλά θα συνέχιζαν προς το Ηράκλειο. Εκεί, αναγκασμένοι να διασχίσουν μια από τις κεντρικότερες λεωφόρους της πόλης, πέρασαν μπροστά από τον κινηματογράφο του Παυλικάκη, που μόλις είχε σχολάσει. Παντού περπατούσαν Γερμανοί στρατιώτες και αξιωματικοί, αλλά ο Μος διατήρησε την ψυχραιμία του και κόρναρε επανειλημμένως, ώστε να τραβηχτούν στην άκρη. Πράγματι, όσοι έβλεπαν την σημαία του αυτοκινήτου παραμέριζαν και στέκονταν προσοχή, χαιρετώντας στρατιωτικά τον υποτιθέμενο στρατηγό. Ο Φέρμορ νηφάλιος, χωμένος βαθιά στο πηλίκιο του Κράιπε, ανταπέδιδε κλίνοντας αργά το κεφάλι του. Αλλά στην Χανιόπορτα, την δυτική έξοδο της πόλης, όπου υπήρχαν αποθήκες πυρομαχικών, η φρουρά ήταν και ενισχυμένη και σχολαστική στους ελέγχους της. Μόνο το θράσος των Βρετανών κομάντος ήταν ικανό να τους χαρίσει την σωτηρία, καθώς ο σκοπός πλησίαζε με το φανάρι του προτεταμένο. Τότε ο Φέρμορ, υποδυόμενος τον αγανακτισμένο στρατηγό που τον χασομερούν με τυπικές διαδικασίες, διαμαρτυρήθηκε για την καθυστέρηση και διέταξε τον οδηγό του (τον Μος) να συνεχίσει. Ο Γερμανός σκοπός του φυλακίου απλά παραμέρισε και στάθηκε προσοχή.
Ωσότου ν’ απομακρυνθούν από την περιοχή πέρασαν με παρόμοιο τρόπο συνολικά 22 ελέγχους και τελικά, μετά από οδήγηση δύο περίπου ωρών, σταμάτησαν λίγο πριν το σημερινό χωριό Νέα Αξιός (τότε ονομαζόταν Γενί Γκαβέ). Εκεί πλέον οι άνδρες χώρισαν. Ο λοχαγός Μος, ο Πατεράκης, ο Σαβιολάκης και ο Κράιπε θα πήγαιναν προς τον Ψηλορείτη. Ο Φέρμορ με τον Τυράκη, αφού αφαιρούσαν πινακίδες και διακριτικά, θα άφηναν το αυτοκίνητο έξω από το χωριό Χελιανά, στον όρμο των Σεισών, που όπως πίστευαν ο Γερμανοί τον χρησιμοποιούσαν οι Σύμμαχοι για να παραλαμβάνουν φυγάδες αντιστασιακούς ή ν’ αποβιβάζουν σαμποτέρ και καταδρομείς. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα έπειθαν τους Γερμανούς ότι επρόκειτο για επιχείρηση καθαρά των Βρετανών και ότι κανένας ντόπιος δεν έλαβε μέρος στην απαγωγή, ώστε να μην διαπραχθούν αντίποινα εναντίον αμάχων. Μάλιστα, εκτός από κάποια αντικείμενα αγγλικής προέλευσης, άφησαν στο μπροστινό τζάμι μια επιστολή στα γερμανικά, την οποία ο Φέρμορ είχε ήδη γράψει στο αγρόκτημα του Ζωγραφιστού. Με αυτήν πληροφορούσε ξεκάθαρα ότι Βρετανοί κομάντος είχαν απαγάγει τον στρατηγό Κράιπε, χωρίς την ενεργό ανάμειξη κανενός ντόπιου Κρητικού. Μετά απ’ όλα αυτά, οι δύο Εγγλέζοι αποφάσισαν να περπατήσουν για να συναντήσουν τους υπόλοιπους άνδρες με τον Κράιπε. Έπρεπε ασφαλώς να βιαστούν, γιατί σύντομα θα γινόταν αντιληπτή η απουσία του στρατηγού και ολόκληρο το νησί θα ‘έβραζε’ από γερμανικά περίπολα.