Την 11η Μαΐου η ομάδα ξεκίνησε από το Πατσός για το χωριό Φωτεινού -μια απόσταση τεσσάρων ωρών με τα πόδια. Στις Καρίνες συνάντησαν τον καπετάν Κατσιά και τον Στέλιο Δεληγιαννάκη, που θα φυγαδευόταν μαζί τους στην Μέση Ανατολή. Ο Κατσιάς έφυγε πρώτος για το Φωτεινού, όπου ενημέρωσε τους πατριώτες Ανδρέα και Σήφη Πέρρο για την επικείμενη άφιξη των απαγωγέων. Αυτοί ετοίμασαν μια καλή κρυψώνα μέσα σ’ έναν ελαιώνα και μαζί με την οικογένεια Τζαγκαράκη ανέλαβαν την σίτιση των ανδρών του Φέρμορ. Λίγη ώρα μετά την αναχώρησή τους από το Πατσός έκαναν έφοδο στο χωριό οι Γερμανοί και έψαξαν κάθε σπίτι ή αποθήκη. Παρ’ ότι δεν βρήκαν τίποτα, πήραν μαζί τους 40 ομήρους, που ευτυχώς μετά από έναν μήνα τους άφησαν ελεύθερους. Τώρα, στον ελαιώνα, οι καταδρομείς δεν μπορούσαν να αισθάνονται ασφαλείς με τόσους Γερμανούς τριγύρω, ούτε και τολμούσαν να συνεχίσουν την πορεία τους.
Την επομένη έφτασαν στον ελαιώνα και οι τέσσερις Ρώσοι συντηρητές που είχε ελευθερώσει πριν λίγο καιρό ο Κωνσταντόπουλος. Ο ένας από αυτούς, αρκετά ηλικιωμένος και άρρωστος, θα φυγαδευόταν με τους υπόλοιπους στην Αίγυπτο. Οι άλλοι τρεις έφυγαν για τον Ψηλορείτη με τον Χναράκη. Το βράδυ η ομάδα άφησε την κρυψώνα και βάδισε προς το χωριό Βιλλαδένδρο, 12 χιλιόμετρα ανατολικότερα. Σε μια απότομη στροφή, ο στρατηγός που μεταφερόταν δεμένος πάνω σ’ ένα μουλάρι έπεσε σε κάτι βράχια και τραυματίστηκε ελαφρά (έπαθε μόνο εξάρθρωση του αριστερού αγκώνα, καθώς ο Χαροκόπος πρόλαβε να προστατεύσει το κεφάλι του). Τα χαράματα έφτασαν σ’ ένα δασύλλιο έξω από το χωριό, κοντά σ’ έναν χείμαρρο. Ο Κατσιάς με τους άνδρες του και αντιστασιακοί της περιοχής με αρχηγούς τους αδερφούς Λυκογεωργάκη ανέλαβαν να τους περιποιηθούν και να τους φρουρούν, καθώς αυτοί αναπαύονταν.
Το επόμενο μεσημέρι ήρθε κοντά τους ο Αετός Λυκογεωργάκης και τους είπε ν’ απομακρυνθούν τάχιστα, επειδή κατέφθαναν Γερμανοί. Ο ίδιος είχε εντοπίσει μια τεράστια φάλαγγα να κινείται από την Αργυρούπολη προς το μέρος τους. Αμέσως οι άνδρες ακροβολίστηκαν στις ρεματιές και τα περάσματα του βουνού. Την στιγμή που η φάλαγγα πλησίαζε, ο Γρηγόρης Μοράκης, που είχε λάβει θέση αντίθετα από τους απαγωγείς, πέταξε μια χειροβομβίδα ώστε να αποσπάσει την προσοχή των Γερμανών και να μπορέσουν οι απαγωγείς με τον στρατηγό να φύγουν. Πράγματι, μόλις έπεσε το σκοτάδι, ο Φέρμορ με την ομάδα του άρχισε να κινείται προς το βουνό Κρυονερίτης. Στην πορεία ο Κράιπε έπεσε πάλι από το ζωντανό που τον μετέφερε και χτύπησε στο πόδι και τον ήδη πονεμένο ώμο του. Κατόπιν τούτου, χωρίς άλλα απρόοπτα, έφτασαν στο ύψωμα που επρόκειτο να διανυκτερεύσουν, όπου τους βρήκε ο λοχαγός Μπέρνς και ο πατριώτης Αλέκος Μπαρμπούνης. Ο Άγγλος τους επιβεβαίωσε ότι την επόμενη νύχτα, 14 προς 15 Μαΐου, θα τους παραλάμβανε σκάφος από τον όρμο X75, όπως είχαν προτείνει. Η χαρά τους δεν ήταν εύκολο να περιγραφεί, αλλά η κούραση τους βύθισε αμέσως σ’ έναν βαθύ ύπνο.
Μόλις ξημέρωσε χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες και από διαφορετικές κατευθύνσεις διέσχισαν τον Κρυονερίτη για να συναντηθούν στην τοποθεσία Καμπιά, λίγο πριν την ακτή. Γευμάτισαν με την φροντίδα των ντόπιων ανταρτών και οι αδερφοί Ανδρέας και Μανώλης Κοτσίφης πραγματικά τους φρουρούσαν σαν τα μάτια τους. Το απόγευμα έφτασε και ο καπετάν Πετράκης με μια ομάδα δικών του, που συνόδευαν μερικούς Κρήτες και Βρετανούς φυγάδες για την Μέση Ανατολή, μεταξύ των οποίων και ο λοχαγός Τσικλιτήρα (Denis Tsiclitira), που διατηρούσε ασύρματο στο χωριό Ασή –Γωνιά. Με το πρώτο σκοτάδι άρχισαν να κατεβαίνουν προς την ακτή, από διαφορετικά σημεία ο καθένας, έχοντας στραμμένη την προσοχή τους προς τα γερμανικά φυλάκια της Πλακιάς και του Φραγκοκάστελλου, αλλά και προς την θάλασσα, όπου περιπολούσαν ακταιωροί του εχθρού. Αυτοί που θα φυγαδεύονταν ξάπλωσαν στην παραλία, ενώ οι άνδρες προκάλυψης έλαβαν θέσεις στα γύρω βράχια με τα όπλα έτοιμα να δράσουν αν χρειαζόταν.
Κατά τις δέκα η ώρα, ο Τσικλιτήρα άρχισε τα συνθηματικά με το φανάρι του. Μετά από λίγο πλησίασε το σκάφος παραλαβής, που θα έφερνε τους φυγάδες με τον αιχμάλωτο στρατηγό στο Κάιρο. Μαζί τους πήραν και δύο Γερμανούς αιχμαλώτους του καπετάν Κοτσίφη. Μετά από 24 ώρες αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Μάρσα Ματρούχ και από εκεί μεταφέρθηκαν στο Κάιρο. Ο Κράιπε οδηγήθηκε στην Αγγλία και από εκεί στον Καναδά, όπου παρέμεινε έγκλειστος σε στρατόπεδο αιχμαλώτων κοντά στα Βραχώδη Όρη μέχρι το 1947, οπότε απελευθερώθηκε.
Μετά τον πόλεμο, ο δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης σε εκπομπή του στην τηλεόραση (1972) κάλεσε όλους τους συμμετέχοντες στην απαγωγή και ασφαλώς και τον ίδιο τον στρατηγό, ο οποίος ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τον κυρίως απαγωγέα του –τον ταγματάρχη Φέρμορ. Σήμερα, από όλους τους πρωταγωνιστές ζει μόνο ο τελευταίος, στο σπίτι του στην Καρδαμύλη της Μάνης, συντροφιά με τα βιβλία και τις αναμνήσεις του, αφού η αγαπημένη του σύζυγος απεβίωσε πρόσφατα.