Πράγματι, μόλις οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν την απουσία του Κράιπε έθεσαν το νησί σε συναγερμό. Κάθε μονάδα και κάθε κλιμάκιο ξεκίνησε έρευνες στα βουνά και όσα από τα λημέρια των αντιστασιακών ήταν ήδη γνωστά, διατάχθηκαν εναέριες αναγνωρίσεις και στήθηκαν μπλόκα σε όλους τους κεντρικούς οδικούς άξονες. Νωρίς το πρωί της 27ης Απριλίου διανεμήθηκαν χιλιάδες προκηρύξεις (πολλές ρίφθηκαν από αεροπλάνα), με τις οποίες οι Γερμανοί αναφέρονταν στο γεγονός της απαγωγής του στρατηγού και προειδοποιούσαν για αντίποινα εναντίον των κατοίκων αν αυτός δεν εμφανιζόταν ελεύθερος μέσα στις επόμενες 3 μέρες. Απείλησαν μάλιστα να καταστρέψουν ολοσχερώς όλα τα ελεγχόμενα από τους αντάρτες χωριά και να προβούν σε ομαδικές εκτελέσεις. Στα Χανιά και το Ηράκλειο η στρατιωτική διοίκηση του νησιού αποφάσισε να δημοσιεύσει το κείμενο αυτής της προκήρυξης και στον ελεγχόμενο από τις κατοχικές δυνάμεις τοπικό τύπο.
Αρχικά οι Γερμανοί βρέθηκαν σε μεγάλη σύγχυση, εξαιτίας των σκόπιμων διαδόσεων του Ακουμιανάκη και του Αθανασάκη στην περιοχή του Ηρακλείου, ότι δήθεν ο στρατηγός προσχώρησε οικειοθελώς στο αντίπαλο στρατόπεδο, δηλαδή τους Συμμάχους. Προς αυτήν την ερμηνεία ώθησαν τους Γερμανούς και οι διαρκείς εκπομπές των συμμαχικών ραδιοσταθμών, όπου ανέφεραν ότι κατόπιν πρόσκλησης από τον ίδιο τον Κράιπε έφτασε στην Κρήτη μια ομάδα καταδρομέων και ανέλαβε να μεταφέρει στην Αίγυπτο τον Γερμανό στρατηγό. Πληροφορούσαν ακόμη ότι εκείνη την στιγμή ο στρατηγός όδευε ήδη προς το Κάιρο –πράγμα ασφαλώς ψευδές, αφού ακόμη βρισκόταν στην Κρήτη, αιχμάλωτος των απαγωγέων του. Και η πεποίθηση των Γερμανών, ότι πράγματι επρόκειτο για ελεύθερη απόφαση του Κράιπε να προδώσει την θέση και τα καθήκοντά του, ενισχύθηκε όταν βρέθηκε από μια περίπολο το εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητό του. Από εκείνη την στιγμή εδραιώθηκε μέσα τους η πίστη ότι ο στρατηγός ήδη βρισκόταν μακριά και ότι κάθε περαιτέρω προσπάθεια για την ανεύρεσή του ήταν μάταιη. Αλλά, καθώς το συμμαχικό ραδιόφωνο έκανε το σφάλμα να καθορίσει πως η φυγάδευση του στρατηγού πραγματοποιείτο μέσω των κρητικών βουνών και μετά από ασφαλείς πληροφορίες των Γερμανών ότι ο Κράιπε βρισκόταν ακόμη στο νησί, οι έρευνες επαναλήφθηκαν με περισσότερο ζήλο.
Ως σημείο συνάντησης των κομάντος και των πατριωτών είχε συμφωνηθεί μια περιοχή του Ψηλορείτη. Από εκεί θα μεθοδευόταν στη συνέχεια η πορεία όλων προς τις νότιες ακτές του νησιού για να διαφύγουν στην Μέση Ανατολή. Ο Μος και η ομάδα του, μαζί ασφαλώς με τον πολύτιμο αιχμάλωτό του, έφτασε πρώτος στις όχθες ενός χειμάρρου κοντά στα Ανώγεια. Εκεί θα συναντούσε τον Φέρμορ και τους άνδρες του. Την περιοχή είχαν από πριν ‘αναγνωρίσει’ τρεις άνδρες του τοπικού οπλαρχηγού καπετάν Μιχάλη Ξυλούρη, ώστε ο Μος και οι δικοί του να καταφτάσουν με ασφάλεια. Νωρίς τα χαράματα της 27ης Απριλίου ο Σαβιολάκης κατέβηκε στην πόλη (Ανώγεια) για να βρει λίγα τρόφιμα και να στείλει δύο αγγελιαφόρους –έναν προς τον ταγματάρχη Νταντάμπιν (Tom Dundabin) στον Ψηλορείτη κι έναν στον λοχαγό Ρέντελ, που βρισκόταν στις Μάλες Λασιθίου. Σκοπός αυτής της ενέργειας ήταν να διοχετευθεί η ευχάριστη είδηση της επιτυχίας της απαγωγής προς το στρατηγείο του Καΐρου και να συνεννοηθούν για τον τελικό τρόπο και ημερομηνία διαφυγής.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας κατέφθασε και ο Φέρμορ με τους άνδρες του, οπότε άρχισε μια ολιγόωρη σύσκεψη. Τον πρώτο ενθουσιασμό των πατριωτών τώρα αντικαθιστούσε η αγωνία, καθώς το εγχείρημα της απόδρασης με τον αιχμάλωτο στρατηγό δεν διαφαινόταν και τόσο εύκολο, όσο ήθελαν αρχικά να πιστεύουν. Ήδη τα Ανώγεια έσφυζαν από Γερμανούς και ο ουρανός οργωνόταν από αναγνωριστικά σκάφη του εχθρού. Καθώς η κατάσταση γινόταν ολοένα και πιο επικίνδυνη, ολόκληρη η ομάδα μετακινήθηκε σε μια γειτονική σπηλιά. Με την πρώτη ευκαιρία, όταν κατά το σούρουπο αποχώρησαν οι Γερμανοί και το σκοτάδι καθιστούσε άκαρπες τις εναέριες παρατηρήσεις, ο Φέρμορ έδωσε το σύνθημα και όλοι μαζί ξεκίνησαν για τα Πετραδολάκια, όπου βρισκόταν το κρησφύγετο του καπετάν Ξυλούρη. Έφτασαν κοντά στα μεσάνυχτα. Από το επόμενο πρωινό (28 Απριλίου) θα άρχιζε ένας μαραθώνιος για την σωτηρία τους.