Ο σκοπός των Συμβάσεων, που καθορίζουν τα περί πολέμου, είναι να κάνουν ένα πόλεμο λιγότερο θανατηφόρο τόσο για τους στρατιωτικούς που εμπλέκονται σε αυτόν, όσο και για τον άμαχο πληθυσμό. Στη πράξη όμως, σπάνια δεν παραβιάζονται οι συμβάσεις αυτές από τους εμπόλεμους, έστω και αν προηγουμένως είχαν δεσμευτεί σε αυτές. Η εκδίκαση πράξεων που, σύμφωνα με τις Συμβάσεις, χαρακτηρίζονται σαν εγκλήματα πολέμου απετέλεσε εξ αρχής αντικείμενο κριτικής. Σχεδόν πάντα δικάζουν οι νικητές, μόνο τους αντιπάλους τους και, φυσικά, σύμφωνα με τα δικά τους αντανακλαστικά.
Απονομή πραγματικής δικαιοσύνης για Έλληνες και ξένους εγκληματίες δεν επέτρεψαν οι συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην Ελλάδα (Δεκεμβριανά - εμφύλιος). Επίσης, η σκοπιμότητα της εξομάλυνσης των σχέσεων της χώρας μας με την τότε Δυτική Γερμανία οδήγησε γρήγορα στη παύση των διώξεων (Ιανουάριος 1959). Έτσι αυτή, αναφορικά με την Κρήτη, περιορίστηκε στους ελάχιστους που αναφέρθηκαν στο άρθρο αυτό. Ακόμα όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει προβληματισμός γιατί:
Στη περίπτωση Στούντεντ, η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν στερείτο λογικής μιας και η ευθύνη της διοικήσεως στον αερομεταφερόμενο πόλεμο αποτελεί ακόμα και σήμερα θέμα πανεπιστημιακών συζητήσεων. Όμως, σκανδαλωδώς αυτός δεν αποδόθηκε στην Ελληνική δικαιοσύνη για τα δικαστεί για τις εκτεταμένες πράξεις αντεκδίκησης (εκτελέσεις πολιτών, ερημώσεις χωριών, εξολόθρευση του άρρενος πληθυσμού περιοχών κλπ) που έλαβαν χώρα εναντίον του άμαχου πληθυσμού της Κρήτης, αμέσως μετά την κατάληψή της και για το χρονικό διάστημα που αυτός ήταν διοικητής του «Φρουρίου Κρήτη». Φαίνεται ότι ο Στούντεντ αποτελούσε κεφάλαιο αξιοποιήσιμο για τους Συμμάχους και έτσι έμειναν ατιμώρητα μια σειρά από εγκλήματα που αυτός διέταξε ή, στην πιο ευνοϊκή γι' αυτόν εκδοχή, που δεν αντιτάχθηκε σε αυτά όπως θα έπρεπε.
Όπως συμβαίνει σε κάθε πόλεμο, κάποιος πρέπει να πληρώσει το τίμημα του ότι βρέθηκε σε λάθος πλευρά. Αυτή φαίνεται ότι είναι η περίπτωση του Μπόγιερ, του οποίου ο θάνατος συντάραξε την κοινή γνώμη στη Γερμανία σε αντίθεση με το ότι πολύ λίγοι παραπονέθηκαν για τον Μύλλερ. Σαν συνταγματάρχης, κατά την διάρκεια της εισβολής, ο Μπρόγιερ είχε το θάρρος να χλευάσει τις ιστορίες των βασανισμών Γερμανών αλεξιπτωτιστών από τους Κρητικούς. Στο τοπικό πληθυσμό είχε τη φήμη του αυστηρού μεν αλλά δίκαιου διοικητή. Προσπάθησε να κάνει τους αξιωματικούς του να συμπεριφέροντε στο τοπικό πληθυσμό με περισσότερο σεβασμό, εξηγώντας τους γιατί οι Κρητικοί φέρονταν έτσι στον κατακτητή και γιατί πολέμησαν ως άτακτοι στις μάχες. Επίσης, είχε προβεί σε απελευθερώσεις κρατουμένων και το ίδιο το δικαστήριο του αναγνώρισε ηπιότερη συμπεριφορά, τουλάχιστον αναφορικά με τον συγκατηγορούμενό του στην ίδια δίκη Μύλλερ.
Από την άλλη πλευρά, εντύπωση προκαλεί το πως ο προκάτοχος του Μπρόγιερ στη διοίκηση της Κρήτης και πολύ σκληρότερός του Αντρέ, που είχε την τύχη να δικαστεί αργότερα, ξεγλίστρησε αρχικά με ισόβια και τελικά ανάκτησε την ελευθερία του.
Παρόλα τα παραπάνω, η απονομή δικαιοσύνης για τα εγκλήματα πολέμου που έγιναν στη Κρήτη, κατά την αναφερόμενη χρονική περίοδο, ήταν επιβεβλημένη, έστω και αν αυτή ήταν προβληματική. Δεν μπορεί να εξισώνονται τα θύματα με τους θύτες, ούτε να συμψηφίζονται οι κτηνωδίες αυτών που ξεκίνησαν την αιματοχυσία με τις πράξεις αυτών που δεν δέχτηκαν ότι η «ευγενική» τέχνη του πολέμου ήταν αποκλειστικό προνόμιο των ένστολων και αγωνίστηκαν, έστω και μη νομότυπα τότε, για την υπεράσπιση της οικογένειας και της πατρίδας των.