Ένας πολύ γνωστός στίχος, που τον συναντούμε σε πολλά δημοτικά τραγούδια της Κρήτης, (αφηγηματικά, ιστορικά), κυρίως σ' εκείνα που αναφέρονται σε ιστορικά πρόσωπα, άξια θαυμασμού για τα κατορθώματά ή για τον ηρωικό τους θάνατο.
Ταχιά ταχιά (πρωί πρωί) έλεγαν οι παππούδες μας, τότε που σε πολλά χωριά αγνοούσαν(ακόμη και μέχρι τα μέσα του 20ου αι.) την ύπαρξη ρολογιών, αλλά και το άγχος της σημερινής, μετ' ακριβείας δευτερολέπτου χρονομετρημένης ζωής μας.
Γι' αυτούς ήταν αρκετοί μόνο κάποιοι αόριστοι χρονικοί προσδιορισμοί, που τους έδιναν τη δυνατότητα να σταματούν και να θαυμάζουν στην καρδιά της δροσοσταλίδας το φως το ερχόμενο, πάνω στο ανθισμένο λουλούδι της αυγής κι έπειτα, αφού χαρούν την ομορφιά που προσφέρεται σ' όλους απλόχερα, να την μετουσιώσουν σε στίχο, σε τραγούδι.
Ταχιά ταχιά λοιπόν, από το επίθετο ταχύ (πληθ. ταχέα)
«Ταχιά ταχιά' ναι αρχιμενιά ταχιά'΄ναι αρχή του χρόνου»,
όπως και στο λαϊκό γνωμικό «του Μάρτη τα πηλά αποσπέρα ως ταχιά».
Αλλά και αποταχιάς, αποταχιά (αύριο το πρωί ή πριν λίγη ώρα), όπως τα συναντούμε στον Ερωτόκριτο και σε άλλα έργα της λεγόμενης Κρητικής Σχολής.
« Ο βασιλιός πασίχαρος ετούτα να γροικήσει τως είπε πως τ' αποταχιά τους θέλει αποφασίσει» (Ερωτόκρ. Δ, 202).
«Αλέξης ήρθε αποταχιά τόσο γλυκά στη ψή μουοπ' αγροικώ για λόγου του και χάνεται η ζωή μου» (Πανώρια, Ε,117).
Όμως το επίρρημα ταχιά μπορούσε να σημαίνει έτσι αόριστα, αργότερα ή του χρόνου! Δε λέμε πως ο χρόνος διαστέλλεται ανάλογα με την ψυχολογία του ομιλούντος;
«Να ζήσομε δα οφέτος και ταχιά έχει ο θεός».
«-Πότε δα μου πάρεις, πατέρα, τα παπούτσα που μού 'ταξες;
-Ταχιά»।
Μα και στην παλιά μαντινάδα
«Ταχιά σα γ-κάμει καλλονή που δα τα που δα τα πας τα βούγια
Νάρθω να ροζονάρομε αγάπη μου καινούργια».
Αλλά η φράση ταχιά κι αργά σημαίνει πρωί και βράδυ, συνέχεια.
«Ευρίσκετο ταχιά κι αργά πάντα στη συντροφιά τση» (Ερωτόκρ.Α, 429)
Από το ίδιο επίθετο ταχύς προέρχονται και οι χρονικοί προσδιορισμοί: ταχινή, ταχτέρου(<ταχυτέρου), ταδέ ταχτέρου, ταχτερωπά(<ταχυτέρου+ώψ, ωπός)
Λέγοντας λοιπόν ταχτέρου τη ν-ταχινή εννοούσαν την επομένη το πρωί, αφού το αύριο είναι η ταχύτερη, η πιο κοντινή, δηλαδή η επόμενη μέρα.
«Ταχτέρου τη ν-ταχινή δα σηκωθούμε αποδιαφώτιστα να πάμε στο θέρος».
Αποδιαφώτιστα, αξημέρωτα, ταχτερωπά, σύναυγα, αυγή τσ' αυγής, όντε ροδινίζει η μέρα, ταχιά ταχιά, ωραία συνώνυμα με τις λεπτές σημασιολογικές αποχρώσεις τους να περιγράφουν τη σταδιακή υποχώρηση της νύχτας, όταν οι πρώτες αχτίνες του ήλιου αρχίζουν να χαράζουν το σκοτάδι.
Ο Βιτσέντζος Κορνάρος περιγράφοντας την ίδια εικόνα χρησιμοποιεί το ρήμα αποδιαφωτίζει .
«Επέρασεν η νύχτα της μέσα στες ζάλες κείνες
κι η μέρα αποδιαφώτιζε κι ήρθαν του ηλιού οι ακτίνες»
Αυγή τσ'αυγής τραγουδά ο ανώνυμος λαϊκός ποιητής
«Αυγή τσ'αυγής δα σηκωθώ 'που του βουνού τη ρίζα να σύρω να ξημερωθώ βουνό μου, στη γ-κορφή σου...»
Ο προσδιορισμός των διαφόρων χρονικών διαστημάτων της ημέρας, ήδη από τα αρχαία χρόνια είχε σχέση πάντα και με τις καθημερινές ασχολίες και τις συνήθειες των ανθρώπων . Στην αρχαία Αθήνα π. χ. η φράση «περί πλήθουσαν αγοράν» σήμαινε την ώρα που η αγορά είναι γεμάτη (10π.μ ως 11π.μ περίπου), αφού εκείνες τις ώρες συνήθιζαν οι περισσότεροι να πηγαίνουν στην αγορά Αλλά και στην εποχή μας, η διακοπή της εργασίας , όταν δούλευαν στα χωράφια, για λίγο φαγητό και μικρή ανάπαυση, κατέληξε να σημαίνει και την ώρα της ημέρας. Έτσι χρησιμοποιούσαν για τον καθορισμό της ώρας , τις λέξεις κολατσό (από το Ιταλ. colazione, περίπου στις 10 π.μ.) και μαρέντα (από το Ιταλ.merenda, γύρω στις 4μ.μ).
"Επέρασε το κολατσό κι ακόμη δεν εφάνη" (Πανώρια, Β, 51).
«Μεγάλο μου Σαββάτο και πως δα σε περάσω, απού 'χεις τρία κολατσά και τρία μεσημέρια και τρία 'πομεσήμερα κι ακόμη έχεις μέρα» ( περιγραφή της Μ. Εβδομάδας, από τη λαϊκή παράδοση)
Κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες μπορούσες να ακούσεις τις φράσεις «στο σταύρωμα του μεσημεριού» ή «το ντάλα μεσημέρι» (ντάλα ίσως από το ρήμα νταλώνω < μεσαιωνικό ενταλώνω = θαμπώνω, ζαλίζω), όταν ήθελαν να τονίσουν όχι μόνο την ώρα, αλλά και την υπερβολική ζέστη.
Και όταν πια ο ήλιος άρχιζε να προχωρεί σιγά σιγά προς τη δύση, προσπαθούσαν να προσδιορίσουν το χρονικό διάστημα άλλοτε μονολεκτικά και άλλοτε με τη χρήση διαφόρων εκφράσεων, όπως π.χ. ένα κονταρόξυλο θέλει ο ήλιος να βασιλέψει, το κιντί (<Τουρκ. Kindi, 4-5μ.μ), το πρόσαργο, την ώρα τω σπερνώ, (του εσπερινού), τα ποβασιλέματα, αφτώματα λυχνώ(δηλαδή την ώρα που άναβαν τους λύχνους ( είναι ακριβώς το «περί λύχνων αφάς» των αρχαίων Ελλήνων).
Μετά το βραδινό φαγητό, όταν η νύχτα άρχιζε να προχωρεί, έφτανε η ώρα της αποσπερίδας ή της βεγγέρας, η ώρα που μαζεύονταν όλοι, γείτονες και φίλοι σε κάποιο κοντινό σπίτι να πουν τα νέα της ημέρας , να γελάσουν με ιστορίες και ανέκδοτα , αλλά και να ασχοληθούν οι γυναίκες με διάφορα εργόχειρα ετοιμάζοντας την προίκα των κοριτσιών τους, με το φως του λύχνου ή με τις λάμπες του πετρελαίου. Όταν όμως άνοιγε ο καιρός και προχωρούσε η άνοιξη, οι νύχτες ήταν μικρότερες κι οι αποσπερίδες σύντομες ή αποφεύγονταν εντελώς , αφού έπρεπε να κοιμηθούν νωρίς, για να 'χουν δυνάμεις για τη σκληρή δουλειά της επόμενης μέρας.
Έλεγαν τότε χαρακτηριστικά «σαν αθίσει η μαντιλίδα δε μυρίζει αποσπερίδα» (μαντιλίδα = άγρια μαργαρίτα. Πιθανόν η συγκεκριμένη λέξη να έχει σχέση με το ρήμα μαντεύω και το γνωστό παιγνίδι).
Στο διάστημα της νύχτας η φωνή του πετεινού τους ειδοποιούσε για την αλλαγή και το προχώρημα της ώρας, πράγμα ακατανόητο, σχεδόν απίστευτο για το νέο άνθρωπο του 21ου αι., που μπορεί να μην έχει ποτέ καιρό ή διάθεση να απολαύσει το πρώτο φως και τα υπέροχα χρώματα της αυγής. Τι μπορεί να σημαίνει γι' αυτόν η φράση «όντε βγαίνει το μεράστρι;» Τι μπορεί να σημαίνει γι' αυτόν που κλεισμένος στη μοναξιά του και στα λίγα τετραγωνικά των διαμερισμάτων μετρά τις στιγμές με την κλεψύδρα των σύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων, σκλάβος των εξαντλητικών ωραρίων εργασίας του νέου Μεσαίωνα;
Η γλώσσα, όπως είναι γενικά παραδεκτό, εξελίσσεται και επηρεάζεται από τις καθημερινές συνθήκες, τον τρόπο ζωής, τα μέσα διαβίωσης, τις ιστορικές συγκυρίες, αλλά συγχρόνως αποτελεί και τον ασφαλέστερο δείκτη της ευαισθησίας μας.
Πηγή:Πατρίς Της Ευαγγελίας Πετρουγάκη